στροβιλώδης

στροβιλώδης
-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ [στρόβιλος]
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στροβιλώδης — στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλῶδες — στροβῑλῶδες , στροβιλώδης masc/fem voc sg στροβῑλῶδες , στροβιλώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …   Dictionary of Greek

  • δινώδης — ες (Α δινώδης, ες) [δίνος] ο γεμάτος δίνες, ο στροβιλώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δινώδη μέρη τού ποταμού όπου σχηματίζονται δίνες …   Dictionary of Greek

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τυρβώδης — ες, Ν 1. στροβιλώδης 2. φρ. «τυρβώδης ροή» φυσ. βλ. ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, e] …   Dictionary of Greek

  • στροβιλώδεσιν — στροβῑλώδεσιν , στροβιλώδης masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”