στροβιλώδης — στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στροβῑλώδης , στροβιλώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
στροβιλῶδες — στροβῑλῶδες , στροβιλώδης masc/fem voc sg στροβῑλῶδες , στροβιλώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… … Dictionary of Greek
δινώδης — ες (Α δινώδης, ες) [δίνος] ο γεμάτος δίνες, ο στροβιλώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δινώδη μέρη τού ποταμού όπου σχηματίζονται δίνες … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] … Dictionary of Greek
τυρβώδης — ες, Ν 1. στροβιλώδης 2. φρ. «τυρβώδης ροή» φυσ. βλ. ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, e] … Dictionary of Greek
στροβιλώδεσιν — στροβῑλώδεσιν , στροβιλώδης masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)